- φυλλοκάρδια
- τα глубина сердца, души;
στα φυλλοκάρδια — в глубине сердца, души
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στα φυλλοκάρδια — в глубине сердца, души
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλλοκάρδια — τα, ΝΜ τα βάθη τής καρδιάς, η έδρα τών πιο βαθιών συναισθημάτων νεοελλ. φρ. «τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου» είμαι συγκλονισμένος, έχω βαθύτατη ανησυχία, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + καρδιά με αντίστροφη τη θέση τών συνθετικών] … Dictionary of Greek
φυλλοκάρδια — τα τα φύλλα της καρδιάς, το βάθος της καρδιάς, τα πιο ενδόμυχα αισθήματα: Όσα έδωσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν (Δ. Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίλοβος — η και ος ο 1. αυτός που έχει δύο λοβούς («δίλοβος στόμαχος», «δίλοβο παράθυρο») 2. το θηλ. ως ουσ. η δίλοβος νυκτόβια ψυχή που ανήκει στα λεπιδόπτερα 3. φρ. «δίλοβα τής καρδίας» τα φυλλοκάρδια … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek